καλοστροφώ

καλοστροφώ
καλοστροφῶ, -άω (Μ)
(για γεωργό) αναστρέφω καλά τους βώλους τού χώματος πριν από την άροση, πριν από το όργωμα τού χωραφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + -στροφῶ (< -στρόφος < στρόφος, < στρέφω), πρβλ. βωλο-στροφώ, οιακο-στροφώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”